Glosario
Términos que aparecen en los fragmentos
RES ALIMENTARIA se propone ofrecer en libre acceso el glosario completo de términos relacionados con la alimentación, la gastronomía y la dietética testimoniados en los fragmentos editados por el proyecto. Se trata de un recurso en desarrollo, que se irá ampliando conforme avancen las tareas de edición y comentario de los diversos autores.
El glosario incluye no sólo sustantivos, sino también adjetivos (referentes a propiedades organolépticas y medicinales de los alimentos, etc.) y verbos relacionados con las actividades culinarias.
La aplicación permite hacer búsquedas por texto completo, incluyendo términos griegos y latinos, nombres científicos de animales y vegetales, traducciones y comentarios, y pasaje de la fuente de los fragmentos en el que se testimonia cada término.
α
- ἀβλεννής
- ἄβρομος
- ἀγγεῖον
- ἀγνωτίδιον
- ἁγνός
- ἄγριος
- ἁδρός
- ἀθερίνη
- αἷμα
- ἀκαλήφη
- ἀκαρνάν
- ἄλευρον
- ἀλευρίτης
- ἀλείφω
- ἀλθαία
- ἀλιπής
- ἅλμη
- ἁλμυρίς
- ἁλυκός
- ἀλφηστής
- ἀλωπεκίας
- ἅλς
- ἄμπελος
- ἀμυγδαλῆ
- ἀμία
- ἀμύγδαλον
- ἀνδράχνη
- ἄνηθον
- ἄνθρακες
- ἀνθίας
- ἄνοσμος
- ἀντακαῖος
- ἁπαλόσαρκος
- ἁπαλός (1)
- ἁπαλός (2)
- ἀπειθής
- ἄπεπτος
- ἀπογλυκαίνω
- ἀποκεφαλίζω
- ἀπολαυστικός
- ἀποπλύνω
- ἀποτέμνω
- ἀπίσσωτος
- ἀπίων
- ἀραιόσαρκος
- ἄρτος
- ἀρτυτός
- ἀρτύω
- ἄσηπτος
- ἄσηστος
- ἀστακός
- ἀστερία βατίς
- ἀστερίας
- ἄστομος
- ἀσφάραγος τῆς κράμβης
- ἄτροφος
- ἀτταγῖνος
- αὐλός
- ἀφαιρέω
- ἀφρώδης
- ἀφύη
- ἄχυλος
- ἀχυρώδης
β
γ
δ
ε
- ἐγκρασίχολος
- ἐγκέφαλος φοίνικος
- ἔγχελυς
- ἐκζεστός
- ἐκκοιλίζω
- ἔκκρισις
- ἔλαιον
- ἐλαία
- ἔλοψ
- ἐλάα
- ἐμπνευματόω
- ἔντερον
- ἐπικρατητικός
- ἐπινωτιδεύς
- ἐπιξέω
- ἐπιπολαστικός
- ἐποπτάω
- ἐρεθιστικὸς ὀρέξεως
- ἐρυθρῖνος
- ἐρέβινθος
- ἐρίτιμος
- ἔσχαρος
- εὐανάδοτος
- εὐδιάλυτος
- εὐκατέργαστος
- εὐκοίλιος
- εὐοικονόμητος
- εὔπεπτος
- εὐστομαχία
- εὔστομος
- εὐστομία
- εὐστόμαχος
- εὐτραφής
- εὔτροφος
- εὔφθαρτος
- εὔχυλος
- εὐχυλία
- εὐώδης
- εὐέκκριτος
- ἑφθός
- ἑψανός
- ἕψημα
- ἕψησις
- ἑψητός
- ἕψω
θ
κ
- καθαρτικός
- καθαρός
- κακοστόμαχος
- κακόχυλος
- κακόχυμος
- καλλιώνυμος
- κάπρος (ἰχθύς)
- καπρίσκος
- καρκίνιον
- καρκίνος
- καρτόν
- καράσιον Μιλήσιον
- καρίς
- καρύκκη
- καρώ
- καταχέω
- καυκαλίς
- καυλὸς θρίδακος
- καυλίνης
- καυσώδης
- κεντρίνης
- κεράμιον
- κεράσιον
- κεστρεὺς ποτάμιος
- κεστρεύς (1)
- κεστρεύς (2)
- κεφαλῖνος
- κεφαλωτόν
- κεφαλή
- κηπευόμενος
- κῆρυξ
- κηρίς
- κιρρός
- κλειδίον
- κλείς
- κλίβανος
- κνηστός
- κογχύλιον
- κόκκος
- κοκκύμηλον
- κοκκύμηλον Περσικόν
- κολλώδης
- κολοκάσιον
- κολοκύντη
- κολίας (ἰχθύς)
- κολύβδαινα
- κομίζω
- κορακῖνος θαλάττιος
- κορακῖνος (1)
- κορακῖνος (2)
- κορύφαινα
- κορίαννον
- κορίανον
- κοστής (κοσταί)
- κοῦφος
- κόψειον
- κρεώδης
- κρίθινος
- κριθή
- κράμβη
- κρέας
- κρόμμυον
- κτείς
- κυκλοειδής
- κυνὸς εὐναί
- κυπρῖνος
- κωβῖτις
- κωβιός
- κωβίτης
- Κωπαΐς (ἔγχελυς)
- κάθεφθος
- κάλλιχθυς
- κάνδαυλος
- κάραβος
- κάρυον βασιλικόν
- κάρυον Ποντικόν
- κάστανον
- κέστρα
- κέφαλος
- κίθαρος
- κόκκυξ (ἰχθύς)
- κόραξ
- κόρις
- κύαμος Αἰγύπτιος
- κύβιον
- κύβος
- κύμινον
λ
μ
ο
π
- παγκαρπία
- παραλεαντικός
- παραστάται
- παραστύφω
- παραστύφων
- παρασχίζω
- παρηδυνέω
- παχύς (1)
- παχύς (2)
- πελιός
- πελάγιος
- πελώρια
- πεπτικός
- περιδέω
- περιφερής
- περιχρίω
- πετραῖος
- πεφωσμένος
- πηλαμύς (ἰχθύς)
- πηλαμύς (τάριχος)
- πικρός
- πιμελή
- πιμελής
- πίνη
- πισσόω
- πλακοῦς
- πλατίστακος
- πλήσμιος
- πλύνω
- πνευματικός
- πνευματώδης
- ποιέω
- πολύτροφος
- πολύχυλος
- πορφυρευóμενος
- πορφύρα
- ποτὸν γλυκύ
- ποτάμιος
- ποτόν
- πουλύπος
- προβιβρώσκω
- προεσθίω
- πράσιον
- πράσον
- πύκνωσις
- πυρός (ἐκ πυρῶν)
- πυρός
- πῶλυψ
- πέλτης
- πέπων
- πέπων (καρπός)
- πέρκη
- πήγανον
- πίννα
- πίσσα
- πίων (1)
- πίων (2)
ρ
σ
- σαπέρδης (2)
- σαπέρδης (1)
- σαργῖνος
- σαργός
- σαρδῖνος
- σαρκώδης
- σβέννυμι (μετὰ ἁλῶν)
- σελαχίος
- σελαχώδης
- σεμιδαλίτης
- σευτλίον
- σηπία
- σηπίδιον
- σικυός
- σικύα
- σινόδους
- σῖτος
- σκεπῖνος
- σκευασία
- σκευάζω
- σκιλλωδής
- σκληρόσαρκος
- σκληρός
- σκορπίος
- σκορπίος πελάγιος
- σκορπίος τεναγώδης
- σκάρος
- σκόμβρος
- σμαρίς
- σμηκτικός
- σμυρνεῖον
- σπέρμα
- σπλάγχνα
- σπάρος
- στακτή
- στατικός
- σταφίς
- σταφυλῖνος
- σταφυλή
- στρέφω
- στρόβιλος
- στόμαχος
- στύφω
- συγκομιστός
- συκῆ
- σῦκον
- συκάμινον
- συναγρίς
- συνθρύπτω
- συνοδοντίς
- συντέμνω
- συνέψω
- συνόδους
- σφαιρηδόν
- σφηνεύς
- σφύραινα
- σωλήν
- σάλπη
- σάρδα
- σάρξ
- σέλινον
- σήσαμος
- σίλφιον
τ
- ταγηνιστός
- ταινία
- ταριχεύω (ἐν ἅλμη)
- ταριχεύω (ἰχθύν)
- ταράσσω
- τατύρας
- ταώς
- τεκταίνω
- τελλῖνα
- τεναγώδης
- τετράγωνος (τάριχος)
- τετράγωνος (ἄρτος)
- τευθίδιον
- τευθίς
- τεῦτλον
- τηγανιστός
- τηγάνον
- τμήγω
- τμητός
- τραχεῖος
- τρηχύς
- τριγλῖτις
- τριγλίς
- τρίγωνος
- τριχία
- τροφή
- τρυφερός
- τράγος
- τράχηλος
- τρέπω
- τρέφω
- τρίγλη
- τρόφιμος
- τυρός
- τάριχος
- τέμαχος
- τέμνω
- τήγανον (ἀπὸ τηγάνου)